Ένα ταξίδι ψυχής μέσα από κάρτες εποχής στην πόλη που σημάδεψε με εικόνες, χρώματα κι αρώματα τους αισθητήρες της συλλογική μας Μνήμης. Ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη που έμεινε για πάντα αξέχαστο κομμάτι μας, όπως κομμάτι της μείναμε στην καρδιά της κι εμείς.

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Άνθρωποι της Πόλης: Γανωματής



«Ο γανωωωτής! μπακίρια γανώνωωωω, ο γανωωωτής!»


Το επάγγελμα του γανωτή ή γανωτζή ή γανωματή ή κασσιτερωτή ή καλαϊτζή είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα. Πολλοί τοποθετούν την ύπαρξη του ακόμη και στα βυζαντινά χρόνια. Ήταν μια δουλειά δύσκολη και υπεύθυνη, αφού πολλές φορές έσωζε τους ανθρώπους από βέβαιο θάνατο , που προκαλούσαν τα αγάνωτα σκεύη.



Τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για τις καθημερινές ανάγκες, κυρίως στη μαγειρική, ήταν χάλκινα (μπακιρένια). Με τον καιρό και την πολλή χρήση οξειδώνονταν (σκούριαζαν) και γίνονταν επικίνδυνα. Γι’ αυτό έπρεπε να γανωθούν, δηλαδή να καλυφθεί η επιφάνεια τους μ’ ένα στρώμα κασσίτερου (χαλάι) για να τα κάνει ακίνδυνα από την οξείδωση.



Το γάνωμα γινόταν από ειδικούς τεχνίτες τους γανωτήδες. Δεν σπούδαζαν πουθενά. Αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι, μετέδιδαν την τέχνη τους από γενιά σε γενιά. 



Οι περισσότεροι γανωτήδες σ’ όλη την Ελλάδα ήταν πρόσφυγες και Γιαννιώτες. Πλανόδιοι,γύριζαν τις γειτονιές από χωριό σε χωριό, μ’ ένα τσουβάλι στον ώμο, κατάμαυρο από την πολλή χρήση. Εκεί έβαζαν όλα τα σκεύη, που τους έδιδαν οι νοικοκυρές για γάνωμα: μπρίκια, λύχνους, τεντζερέδες, τηγάνια, κουταλοπίρουνα, ταψιά, τσουκάλια και άλλα. 



Στα χωριά ο γανωματής, δεν είχε μόνιμο εργαστήρι. Συνήθως στεγαζόταν σε εγκαταλειμμένες φάμπρικες, παλιά σπίτια ή χάνια. Το βράδυ κοιμόταν στον χώρο που εργαζόταν, δίπλα στη φωτιά και τον καπνό. Από φαγητό να μη γίνεται κουβέντα, ό.τι παράγει η γη. κι αυτό κρατούσε μέρες, βδομάδες και μήνες. Μετά το γάνωμα επέστρεφε τα σκεύη, τα οποία έλαμπαν σαν καινούρια. Η πληρωμή γινόταν κυρίως σε είδος: πατάτες, σιτάρι, αυγά. καλαμπόκι, λάδι κ.λπ., γιατί ρευστό σπάνια υπήρχε.



Η διαδικασία του γανώματος ήταν πολύ δύσκολη και ανθυγιεινή. Έφερνε τα σκεύη στο στέκι του (χαλκοματάδικο) και έγραφε σε ποιον ανήκε το καθένα. Εκεί υπήρχαν όλα τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία: το καλάι (κασσίτερος). το σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ), το νησαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο). το τσιμπίδι. με το οποίο κρατούσε το χάλκωμα πάνω από τη φωτιά, ένα μεγάλο ταψί (ταβλάς), που εκεί μέσα έριχνε τα μικρά κομμάτια καλάι που περίσσευαν για να τα ξαναχρησιμοποιήσει. Στη μέση του δωματίου υπήρχε μια φουφού, όπου άναβε η φωτιά ή άναβε πρόχειρη φωτιά με ξύλα. Έβαζε τα χαλκώμα-τα στη φωτιά να πυρώσουν.τα καθάριζε καλά-καλά και κυρίως στα σημεία που ήταν πρασινισμένα και σκουριασμένα.



Ο καθαρισμός των σκευών γινόταν με πολλούς τρόπους. Τα έτριβε με συρματόβουρτσα, με άμμο και νερό. Για να καθαρίσει τα μεγάλα καζάνια έμπαινε μέσα και με τα πόδια του και τα έτριβε. Χρησιμοποιούσε ακόμη στάχτη και κάρβουνο για καθαρισμό. Μετά άλειφε την εσωτερική επιφάνεια του σκεύους με σπίρτο και έπειτα την έτριβε καλά με άμμο ή τριμμένο κεραμίδι ή αλατσύπετρα.



Μετά το τέλος του σχολαστικού καθαρισμού, πύρωνε στη φωτιά το σκεύος, κρατώντας το με την τσιμπίδα. Μετά, όπως ήταν ζεστό, έριχνε μέσα το νησαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο) για να κολλήσει το καλάι πάνω στο σκεύος. Αφού το σκούπιζε καλά. άπλωνε στη συνέχεια το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια με τη βοήθεια ενός βαμβακιού. Όλα τα μικρά κομματάκια καλάι που περίσσευαν τα μάζευε στο ταψί. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά το περνούσε και δεύτερο χέρι. Τέλος,το σκούπιζε με ένα καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει. Το γανωμένο πια σκεύος φαινόταν σαν καινούριο!!!



Από το βιβλίο του Αντώνη Δαφέρμου: Παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου